ποικιλόπτερον

ποικιλόπτερον
ποικιλόπτερος
with wings of changeful hue
masc/fem acc sg
ποικιλόπτερος
with wings of changeful hue
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόπτερος — η, ο / ποικιλόπτερος, ον, ΝΑ αυτός που έχει ποικιλόχρωμα, παρδαλά φτερά αρχ. μτφ. ο ποικιλόφωνος («ποικιλόπτερον μέλος», Πρατίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσό πτερος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”